- μνησικακῇ
- μνησικακέωremember past injuriespres subj mp 2nd sgμνησικακέωremember past injuriespres ind mp 2nd sgμνησικακέωremember past injuriespres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακίστρα — και κακίστρω, η γυναίκα δύστροπη, μοχθηρή και μνησίκακη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εμφατική μορφή θηλ. τού κακός και σχηματίζεται από τον τ. κακή + κατάλ. θηλ. ίστρα] … Dictionary of Greek
μνησίκακος — η, ο αυτός που δεν ξεχνά το κακό που του έκανε κάποιος και επιδιώκει εκδίκηση, ο εκδικητικός: Είναι μνησίκακη και εκδικείται όποιον τη βλάψει, ακόμα και άθελά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)